- Κυμώ
- Κυμώ, -οῡς, ἡ (Α) [κύμα](όν. Νηρηίδας) η γεμάτη από κύματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυμώ — Κῡμώ , Κυμώ fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cymo — CYMO, us, Gr. Κυμὼ, ους, (⇒ Tab. IV.) des Nereus und der Doris Tochter, eine von den bekannten Meernymphen. Hesiod. Theog. v. 255. Sieh Nereides … Gründliches mythologisches Lexikon
Liste kretischer Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek